-
1 принести
ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. принесенный, βρ: -сн, -сена, -сено.1. φέρω, προσκομίζω•он -нс записку αυτός έφερε σημείωμα•
принести дров φέρω καυσόξυλα.
|| μτφ. ανακοινώνω, αγγέλλω•она -ла радостное известие αυτή έφερε χαρμόσυνη είδηση.
|| φέρω•принести счастье φέρω ευτυχία•
принести страдания φέρω βάσανα.
|| παρασύρω•ветерок -нс приятный запах το αεράκι, έφερε ευωδιά.• северный ветер -нс нам холод ο βοριάς μας έφερε το κρύο.
2. (για ζώα)• γεννώ•кошка -ла шесть котят η γάτα γέννησε έξι γατάκια.
|| δίνω, παράγω, καρποφορώ•деревья в этом году -ли плоды τα δέντρα φέτος καρποφόρησαν.
3. αποδίδω•4. μαζί με μερικά ουσ. σχηματίζουν ρ.με σημ. από το ουσ: принести благодарность ευγνωμονώ•клятву ορκίζομαι•
принести в дар δωρίζω•
принести жалобу παραπονούμαι•
принести мольбу θερμοπαρακαλώ, καθικετεύω.
έρχομαι γρήγορα, εσπευσμένα καταφτάνω•ну, зачем ты сюда -лась? λοιπόν, γιατί ήρθες εδώ εσπευσμένα;
|| διαδίδομαι, ξαπλώνομαι, διαχέομαι (για ήχο, φωνή κ.τ.τ.).